- κυλάω
- κυλάω / κυλώ, κύλησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κυλώ — κυλάω / κυλώ, κύλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κυλίω — και κυλώ και κυλάω κύλισα και κύλησα, κυλίστηκα και κυλήθηκα, κυλιόμενος και κυλημένος 1. μετακινώ κάτι πάνω σε μια επιφάνεια με περιστροφή, το κυλάω, το τσουλάω. 2. κάνω κάτι να κυλιστεί προς τα κάτω: Κυλούσαν μεγάλες πέτρες από την κορφή του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροντοκυλώ — ( άω) κυλάω με βρόντο … Dictionary of Greek
γκρεμίζω — και γκρεμνίζω (AM κρημνίζω) [κρημνός] ρίχνω κάποιον από γκρεμό, από ψηλό σημείο κάτω μσν. νεοελλ. 1. οδηγώ κάποιον σε ηθική κατάπτωση 2. πέφτω νεοελλ. Ι. 1. ρίχνω κάποιον στη δυστυχία 2. (για μονάρχη) εκθρονίζω, ανατρέπω 3. ταπεινώνω 4.… … Dictionary of Greek
διακυλίω — (Α διακυλίω) [κυλίω] κυλάω εδώ και εκεί, κυλώ σε διάφορες κατευθύνσεις … Dictionary of Greek
εκκυλίνδω — ἐκκυλίνδω (AM) (Α και ἐκκυλινδῶ, έω) Ι. ανατρέπω, καταρρίπτω II. ( ομαι) 1. κυλάω προς τα έξω ή προς τα κάτω, κατρακυλάω 2. παρασύρομαι από πάθη μσν. παρεκτρέπομαι αρχ. 1. βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση 2. κοινολογώ, διαδίδω … Dictionary of Greek
κατακυλίνδω — (Α) κατακυλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυλίνδω «κυλάω»] … Dictionary of Greek
κατρακυλώ — και κατρακυλάω κατρακύλησα, κατρακυλήθηκα, κατρακυλημένος 1. κυλάω κάτι γρήγορα προς τα κάτω: Κατρακύλησαν βράχια από την κορφή του βουνού. 2. κάνω κάτι να πέσει προς τα κάτω ή να πάθει μείωση σωματική ή οικονομική: Την κατρακύλησαν τα βάσανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλώ — και κυλάω βλ. κυλίω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κύλημα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυλάω, κατρακύλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)